- πεπραγμένοις
- πεπρᾱγμένοις , πράσσωpass throughperf part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… … Dictionary of Greek
προσσχεδιάζω — Α προσθέτω κάτι ακόμη («προσεσχεδιάζετο τοῑς πεπραγμένοις καὶ τὰ μὴ γενόμενα», Ιώσ.) … Dictionary of Greek